ἀστέγαστος — uncovered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστέγαστος, -η — ο 1. αυτός που δε σκεπάζεται από στέγη, ασκέπαστος: Το σπίτι ήταν αστέγαστο. 2. αυτός που δεν έχει κατοικία, ο άστεγος: Αρκετοί σεισμόπληκτοι είναι ακόμη αστέγαστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστέγαστον — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc sg ἀστέγαστος uncovered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεγάστου — ἀστέγαστος uncovered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεγάστους — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστέγαστα — ἀστέγαστος uncovered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγείσωτος — η, ο (Α ἀγείσωτος, ον) [γεισώ] αυτός που δεν έχει γείσο, θριγκό, ο αστέγαστος … Dictionary of Greek
αθρίγγωτος — ἀθρίγγωτος, ον (η λέξη αναφέρεται στο «Ετυμολογικόν Μέγα») αυτός που δεν έχει θριγγό, αγείσωτος, αστέγαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριγγῶ, νεώτερος τ. (με γγ αντί γκ ) τού θριγκῶ (= περιβάλλω, περιφράσσω κάτι με θριγκό] … Dictionary of Greek
ανώροφος — ἀνώροφος, ον (Α) ο χωρίς οροφή, αστέγαστος … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek