αστέγαστος

αστέγαστος
-η, -ο (AM ἀστέγαστος, -ον) [στεγάζω]
(για οικοδομές) αυτός που δεν έχει στέγη ή σκεπή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει στέγη, σπίτι, ο άστεγος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει σκέπασμα («ἀστέγαστον ἀγγεῖον»
«ἀστέγαστος», χωρίς κουβέρτα)
2. (για πλοίο) δίχως κατάστρωμα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστέγαστον
η έλλειψη στέγης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀστέγαστος — uncovered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστέγαστος, -η — ο 1. αυτός που δε σκεπάζεται από στέγη, ασκέπαστος: Το σπίτι ήταν αστέγαστο. 2. αυτός που δεν έχει κατοικία, ο άστεγος: Αρκετοί σεισμόπληκτοι είναι ακόμη αστέγαστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστέγαστον — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc sg ἀστέγαστος uncovered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεγάστου — ἀστέγαστος uncovered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεγάστους — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέγαστα — ἀστέγαστος uncovered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγείσωτος — η, ο (Α ἀγείσωτος, ον) [γεισώ] αυτός που δεν έχει γείσο, θριγκό, ο αστέγαστος …   Dictionary of Greek

  • αθρίγγωτος — ἀθρίγγωτος, ον (η λέξη αναφέρεται στο «Ετυμολογικόν Μέγα») αυτός που δεν έχει θριγγό, αγείσωτος, αστέγαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριγγῶ, νεώτερος τ. (με γγ αντί γκ ) τού θριγκῶ (= περιβάλλω, περιφράσσω κάτι με θριγκό] …   Dictionary of Greek

  • ανώροφος — ἀνώροφος, ον (Α) ο χωρίς οροφή, αστέγαστος …   Dictionary of Greek

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”